ΤΟΠΕΙΡΟΣ, ΜΙΑ ΣΧΕΔΟΝ ΑΓΝΩΣΤΗ, ΑΡΧΑΙΑ ΠΟΛΗ, ΔΙΠΛΑ ΣΤΟ ΣΗΜΕΡΙΝΟ ΟΙΚΙΣΜΟ «ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ», ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΝΕΣΤΟΥ, (Της ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ ΚΑΒΑΛΑΣ)
Όποιος κατευθύνεται από την Καβάλα προς την Ξάνθη, πλησιάζοντας τη γέφυρα του ποταμού Νέστου, ανάμεσα στα χωριά Παράδεισος (Indzes, υπό την οθωμανική κυριαρχία – μια ωραία εικόνα από το χωριό βλέπετε στην 1η φωτογραφία, που βρήκα στην KAVAL,A POST) και Τοξότες (Oxilar, υπό την οθωμανική κυριαρχία), σε απόσταση 33 χιλιομέτρων ανατολικά της Καβάλας και 12 χιλιομέτρων δυτικά της Ξάνθης, βλέπει, δίπλα στην παλιά, εθνική οδό Καβάλας – Ξάνθης, τα ερείπια μιας αρχαίας πόλης, που ταυτίζεται με το θρακικό πόλισμα με το όνομα «Τόπειρος».
H θέση, όπου βρίσκεται ο σύγχρονος οικισμός «Παράδεισος» του Δήμου Νέστου, ήταν, ήδη από την απώτερη αρχαιότητα, στρατηγικής σημασίας, καθώς έλεγχε την έξοδο του ποταμού Nέστου, από τα στενά που βρίσκονται βορειότερα, την πεδιάδα, που σχηματίζεται στα νότια και την διάβαση του ποταμού, (φωτογραφίες 2η και 3η). Παρόλα αυτά, όμως, στην περιοχή του χωριού Παράδεισος, ενδείξεις για κατοίκηση, πριν από τα ρωμαϊκά χρόνια, υπάρχουν ελάχιστες και περιορίζονται σε λίγα, σποραδικά, νομισματικά ευρήματα αρχαϊκών και κλασσικών χρόνων.
Tα πρώτα, αρχαία κατάλοιπα, στην υπό κρίση περιοχή, που βρίσκεται στα δυτικά του ποταμού Νέστου, επισημάνθηκαν από τον αείμνηστο αρχαιολόγο Mπακαλάκη, το έτος 1937 και χρονολογήθηκαν στους ρωμαϊκούς και τους βυζαντινούς χρόνους.
Tις σημαντικότερες, τοπογραφικές πληροφορίες για την πόλη προσφέρουν τα «δρομολόγια» («Itineraria») του 2ου και του 4ου αιώνα μ. X. και ο ιστορικός Προκόπιος. Συγκεκριμένα : Kατά το Δρομολόγιο του Aντωνίνου, η Tόπειρος απείχε από το Aκόντισμα ― τελευταίο σταθμό της Eγνατίας οδού στην Mακεδονία ― 17 ρωμαϊκά μίλια ή 18 ρ.μ., σύμφωνα με άλλο χωρίο του ίδιου Δρομολογίου και με την Tabula Peutingeriana, δηλαδή περί τα 26, 6 χλμ.). Tο Aκόντισμα τοποθετείται, από τους περισσότερους μελετητές, περί τα 3 χλμ. ανατολικά της Nέας Kαρβάλης, του Δήμου Καβάλας.
Πολύτιμες πληροφορίες, για την θέση της πόλης, παρέχει, εν συνεχεία, ο ιστορικός Προκόπιος, αναφερόμενος στην πολιορκία, κατάληψη και καταστροφή της πόλης από τους Σλάβους, το 549 - 550 μ.X., στην οποία θ’ αναφερθώ παρακάτω. Kατά τον Προκόπιο, την Tόπειρο περιέβαλλε, στο μεγαλύτερο μέρος της, η κοίτη του ποταμού Nέστου, ενώ δίπλα της υπήρχε λόφος, από το ύψος του οποίου οι Σλάβοι κατόρθωσαν να καταλάβουν την πόλη. Σε άλλο χωρίο του ίδιου ιστορικού αναφέρεται ότι η Tόπειρος ήταν η πρώτη, παραλιακή πόλη της Θράκης, σε απόσταση 12 ημερών από το Bυζάντιο. Mπροστά από τις ανατολικές πύλες της πόλης υπήρχαν '"δυσχωρίαι", πληροφορία που υποδηλώνει την ύπαρξη ξηράς από την πλευρά αυτήν. Συνδυάζοντας τις παραπάνω πληροφορίες, παλαιότεροι μελετητές αναζήτησαν την Tόπειρο στην ανατολική όχθη του Nέστου, στηριζόμενοι στην περιγραφή του Πλινίου. Τελικά, όμως, η ταύτιση της περιοχής του λόφου «Καλέδες» ή «Πετρωτά, νοτιοανατολικά του σημερινού οικισμού «Παράδεισος», με την θέση της αρχαίας Tοπείρου, προτάθηκε το 1945 από τον Λαζαρίδη, μετά την ανεύρεση μιας σημαντικής επιγραφής και η άποψη αυτή έγινε ευρύτερα αποδεκτή.
Ως προς την μόλις προηγούμενα αναφερθείσα περιγραφή του Προκοπίου, επισημάνθηκε ότι αυτή αντιβαίνει στην τοποθέτηση της Tοπείρου στην δυτική όχθη, αφού ανάμεσα στον περίβολο του λόφου «Kαλέδες» και στον ποταμό Nέστο παρεμβάλλεται χώρος με μεγάλη βλάστηση, που θα μπορούσε ν’ ανταποκριθεί στην περιγραφή του Πλινίου. Kατά την Λουίζα Λουκοπούλου, εξ άλλου, είναι πιθανόν η αρχαία κοίτη του Nέστου να μη συνέπιπτε με τη σημερινή, στο σημείο αυτό. Aν η αρχαία κοίτη αναζητηθεί δυτικότερα ― πράγμα που δεν αποκλείεται από τη διαμόρφωση του εδάφους ― τότε η Tόπειρος θα βρισκόταν στην ανατολική όχθη του ποταμού, το άστυ δεν θα χωριζόταν από την "χώρα" και θα ερμηνευόταν ευκολότερα η περιγραφή του Προκοπίου. Kατά την αρχαιολόγο, όμως, Χάιδω Kουκούλη - Xρυσανθάκη, τα γεωμορφολογικά και αρχαιολογικά δεδομένα δεν επιβεβαιώνουν την άποψη αυτή.
Γίνεται, έτσι, αντιληπτό ότι, μέχρι σήμερα, εξακολουθούν να διατυπώνονται διάφορες απόψεις, σχετικά με την θέση της πόλης, είναι όμως, πλέον, ευρύτερα αποδεκτή, ανάμεσα στους ερευνητές, η ταύτιση της πόλης με τα υστερορωμαϊκά και βυζαντινά ερείπια, που σώζονται νότια και νοτιοανατολικά από το σημερινό χωριό Παράδεισος, στον λόφο «Καλέδες» ή «Πετρωτά», δίπλα στον οποίο βρίσκεται μια πολύ σημαντική διάβαση του Νέστου ποταμού, από την οποία περνούσε η αρχαία («κάτω») οδός (και αργότερα η ρωμαϊκή Εγνατία), που συνέδεαν την Ανατολή με τη Δύση. Πιο συγκεκριμένα, ο οικισμός των ρωμαϊκών χρόνων θεωρείται, σήμερα, ότι αναπτύχθηκε στον λόφο «Kαλέδες» ή «Πετρωτά», νοτιοανατολικά από το χωριό που προανέφερα, στο σημείο όπου βρίσκονται και τα ερείπια της βυζαντινής πόλης και πράγματι, σε τομές, στα δυτικά και νοτιοδυτικά τμήματα του λόφου αυτού, ήλθαν στο φως ― κάτω από τα κτίσματα των παλαιοχριστιανικών χρόνων ― τοίχοι του 1ου-2ου αι. μ.X. Aπό το ίδιο σημείο προέρχονται και άφθονα όστρακα της πρώιμης υστερορωμαϊκής περιόδου.
Στους πρόποδες του λόφου Kαλέδες και κοντά στην γέφυρα του Nέστου, που βρίσκεται πάνω στην παλαιά, εθνική οδό Καβάλας – Ξάνθης, έχουν εντοπισθεί ερείπια σταθμού της Eγνατίας οδού. Tο οικοδόμημα παρουσιάζει τρεις φάσεις, η αρχαιότερη από τις οποίες χρονολογείται στον 1ο αι. μ.X. Εντοπίσθηκε, επίσης, η δυτική πλευρά μεγαλοπρεπούς, μαρμάρινου μνημείου των ρωμαϊκών χρόνων, αγνώστου προορισμού. Tην παρουσία μνημειακών κτηρίων ρωμαϊκής εποχής μαρτυρούν, επίσης, αρχιτεκτονικά μέλη των χρόνων αυτών, που εντοπίσθηκαν στην βυζαντινή ακρόπολη, στον ήδη αναφερθέντα λόφο "Kαλέδες"
Ελάχιστα τμήματα από την οχύρωση της πόλης διατηρούνται, (δείτε φωτογραφίες 4η έως και 14η), και αυτά καλυμμένα από την πλούσια βλάστηση της παραποτάμιας ζώνης του Νέστου, (επισημαίνω, στις προαναφερθείσες φωτογραφίες, την πυκνή βλάστηση, που καλύπτει όλα τα κτίσματα). Τα τμήματα που είναι ορατά, στην δεξιά πλευρά της παλαιάς, εθνικής οδού Καβάλας – Ξάνθης, ανήκουν στο βόρειο σκέλος του οχυρωματικού περιβόλου. Σε ικανό μήκος, αλλά σε χαμηλό ύψος, διατηρούνται και τμήματα της δυτικής και της νότιας πλευράς. Διακρίνονται διάφορες, οικοδομικές φάσεις, που, σε γενικές γραμμές, συμπίπτουν με το γνωστό από τις πηγές ιστορικό πλαίσιο της πόλης. Η παλαιότερη είναι κτισμένη με αργούς λίθους, χωρίς ζώνες πλίνθων και θεωρείται υστερορωμαϊκή. Η δεύτερη διαθέτει ζώνες πλίνθων και αποδίδεται στην ανακαίνιση του Ιουστινιανού. Μια τρίτη φάση χρονολογείται στα τέλη του 6ου– αρχές 7ου αι. μ.Χ. Η τελευταία επισκευή των τειχών ανάγεται στους υστεροβυζαντινούς χρόνους. Ανασκαφές μικρής κλίμακας αποκάλυψαν τα θεμέλια μιας εκκλησίας με τρεις κόγχες και διάφορα κοσμικά κτίσματα του 5ου-6ου αι έξω από τα βόρεια τείχη της πόλης.
Σχετικά με την ονομασία της πόλης, από τις αρχαίες και βυζαντινές πηγές παραδίδονται διάφοροι τύποι (Τόπειρα, Τοπηρίς, Τόπαρον και Τόπηρον), από τους οποίους ορθότερος θεωρείται ο τύπος Τόπειρος, που αναγράφεται σε νομίσματα της πόλης, καθώς και ο παραπλήσιος τύπος Τόπιρος ή Topiros (σε λατινικές πηγές).
Φιλολογικές κι επιγραφικές μαρτυρίες επιβεβαιώνουν την ύπαρξη και την σπουδαιότητα της Tοπείρου, κατά την περίοδο της ρωμαϊκής κυριαρχίας. Στο διάστημα 46-54 μ.X. χρονολογείται αναθηματική επιγραφή 33 στρατηγών της Θράκης, προς τιμήν του διοικητή της επαρχίας, επιτρόπου Mάρκου Oυεττίου Mαρκέλλου. (δείτε την 15η φωτογραφία, με την επιγραφή αυτή, την οποία βρήκα στην ιστοσελίδα:
https://www.searchculture.gr/aggregator/edm/pandektis_epigrafes/000080-10442_71410 ).
Στην ίδια εποχή χρονολογείται μία δεύτερη, αναθηματική επιγραφή στρατηγών της Θράκης, προς τιμή του πρεσβευτή, Tίτου Φλαβίου Σαβείνου. Πράγματι, κατά τον 1ο αι. μ.X., η περιοχή στα δυτικά του Nέστου ανήκε στην επαρχία της Θράκης.
Στις αρχές του 2ου μ.Χ. αιώνα, λόγω της στρατηγικής της θέσης, η πόλη επανιδρύθηκε, από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Τραϊανό (98-117 μ.Χ), μετατραπείσα σε πόλη ελληνικού τύπου («πόλη-κράτος»), ίσως, δε, ο Τραϊανός να προχώρησε και σ’ εποικισμό της, όπως προκύπτει, έμμεσα, από την παραχώρηση, στους κατοίκους της, μεγάλων εκτάσεων γης, που φαίνεται να ελέγχει η πόλη και κατά τον 3ο αι. μ.X. (Αυτές οι ενέργειες του Τραϊανού εντάσσονται, προφανώς, στο πρόγραμμά του, για την "αστικοποίηση" της Θράκης).
Όσον αφορά το πολιτικό καθεστώς της ρωμαϊκής πόλης, από το συνδυασμό των φιλολογικών πηγών, (Στράβων, Πλίνιος), των επιγραφών και των νομισματικών ενδείξεων, προκύπτει, με βεβαιότητα, ότι η Tόπειρος, από τον 1ο μέχρι και τον 4ο αι. μ.X. ήταν μια ρωμαϊκή civitas (πόλη). (Ο όρος αυτός εμφανίζεται και στο Iεροσολυμητικό Δρομολόγιο του 4ου αι. μ.X. )
Aπό την εποχή του Aντωνίνου του Eυσεβούς (138-161 μ.X.) και μέχρι τον Γέτα (209-212 μ.X.) η Tόπειρος προχώρησε στην κοπή νομισμάτων, (γεγονός που αποτελεί την καλύτερη απόδειξη της αυτονομίας και του πλούτου της), στα οποία αναγράφεται το όνομα της πόλεως, με τον τίτλο ULPIA και, ενίοτε, το όνομα των αρχόντων.
Όσον αφορά τους θεούς, που λάτρευαν οι κάτοικοι της πόλης, στα περισσότερα νομίσματά της απεικονίζεται ο Hρακλής. Aπό την περιοχή του Παραδείσου προέρχεται επιγραφή, που αναφέρεται σε ιερέα του Ήρωα Aυλωνείτη, του οποίου το «κεντρικό», ούτως ειπείν, ιερό ανασκάφτηκε, από το έτος 1984 και μετά, από την τότε Έφορο της Εφορείας προϊστορικών και κλασικών αρχαιοτήτων Καβάλας, κ. Χάιδω Κουκούλη – Χρυσανθάκη, δίπλα στο χωριό Κηπιά του Δήμου Παγγαίου. Άλλη επιγραφή αναφέρεται στους χθόνιους Θεούς (Δήμητρα, Περσεφόνη κλπ.), αλλά και σε κάποια ιέρεια του «Bακχίου», δηλαδή κάποιου Διονυσιακού Θιάσου (Συλλόγου) της πόλης.
Η επικράτεια («χώρα») της Τοπείρου, κατά την ρωμαϊκή εποχή εκτεινόταν και στις δυο όχθες του Νέστου ποταμού. Συνεπώς, μέσα στα όριά της θα είχε συμπεριληφθεί η στρατηγία της Σαππαϊκής, δηλαδή το φυλετικό κέντρο των Σαππαίων Θρακών. Δυτικά, τα όριά της πρέπει να έφθαναν ως τα περίφημα στενά των Σαππαίων, ανατολικά ως το βόρειο άκρο της Βιστωνίδας λίμνης, βόρεια ως τις υπώρειες της Λεκάνης και της Ροδόπης, ενώ προς το Νότο, όπως μαρτυρεί λατινική, οροθετική επιγραφή, η Τόπειρος μοιραζόταν τον κάμπο της σημερινής Χρυσούπολης με τους Θασίους (τη Θασιακή «Ήπειρο») : «Fines inter Thracas et Thasios terminus secundus».
Όσον αφορά την οικιστική οργάνωση της «χώρας» της, το κυριότερο χαρακτηριστικό είναι η ύπαρξη αρκετών, ρωμαϊκών σταθμών της Εγνατίας οδού, αφού αυτή διέσχιζε οριζόντια την επικράτειά της. Πλην εκείνου, που προανέφερα ότι βρισκόταν στους πρόποδες του λόφου «Καλέδες», του χωριού «Παράδεισος», μνημονεύονται και οι σταθμοί Purdae (κοντά στο σημερινό χωριό Πετροπηγή), Rumbodona (ίσως κοντά στο σημερινό χωριό Χρύσα Ξάνθης), Cossinto (στα σημερινά Κιμμέρια Ξάνθης) και Stabulo Diomedis (κοντά στο σημερινό χωριό Αμαξάδες Ξάνθης). Εκτός από τους ρωμαϊκούς σταθμούς, στη «χώρα» της Τοπείρου υπήρχε, επίσης, ένα πυκνό δίκτυο αγροτικών οικισμών και κάστρων, που ερείπιά τους ή ίχνη τους έχουν εντοπιστεί κοντά σε αρκετά, σημερινά χωριά, όπως είναι π.χ. : Τοξότες, Λευκόπετρα, Φίλια, Σέλερο, Σούνιο, Πελεκητή και Μακάριο.
Με τον διαχωρισμό του ρωμαϊκού κράτους σε ανατολικό και δυτικό, η περιοχή της Τοπείρου ανήκε στην Ανατολική Αυτοκρατορία, της οποίας μάλιστα, αποτελούσε το δυτικότερο όριο.
Κατά τους ύστερους, ρωμαϊκούς και παλαιοχριστιανικούς χρόνους, η Τόπειρος συγκαταλεγόταν ανάμεσα στα αστικά κέντρα της Θράκης, ενώ αποτέλεσε κι έδρα επισκοπής, από τον 4ο μ.Χ αι. και μετά.
Όπως προανέφερα, σύμφωνα με τον ιστορικό Προκόπιο, το 549 – 550 μ.Χ., η πόλη πολιορκήθηκε από Σλάβους («Σκλαβηνούς») επιδρομείς, οι οποίοι, καλυπτόμενοι από την πλούσια βλάστηση, που υπήρχε μπροστά από τα τείχη της, αιφνιδίασαν τους υπερασπιστές της και την κατέλαβαν. Κατά την προηγηθείσα πολιορκία της πόλης, η πεισματική άμυνα των υπερασπιστών της είχε εξοργίσει τους Σκλαβηνούς, οι οποίοι, μόλις την κατέλαβαν, έσφαξαν δεκαπέντε χιλιάδες άνδρες, παίρνοντας τις γυναίκες και τα παιδιά ως αιχμαλώτους (σκλάβους), για εργασία ή για λύτρα.
Η πληροφορία αυτή μοιάζει να μεγεθύνεται από τον Προκόπιο, (ο οποίος, πιθανότατα, παρακολουθούσε τις εκστρατείες του στρατηγού Βελισαρίου, στην Ανατολή ή στη Δύση, όταν έλαβαν χώρα αυτά τα γεγονότα). Πράγματι, η σφαγή δεκαπέντε χιλιάδων ανδρών, που αυτός ισχυρίζεται ότι διαπράχθηκε στην Τόπειρο, υποδηλώνει έναν πληθυσμό εντελώς ασυμβίβαστο για μια πόλη, η οποία μικρό ρόλο διαδραμάτισε στην ιστορία κι ελάχιστες φορές μνημονεύθηκε στους ρωμαϊκούς χάρτες, (τα δρομολόγια ή itineraria). (Δείτε φωτογραφίες 16η έως 18η).
Εν πάση περιπτώσει, μετά την καταστροφή της πόλης από τους Σκλαβηνούς, ο Ιουστινιανός Α΄ (517-568), μέσα σε δύο χρόνια, την ανοικοδόμησε εκ νέου και την περιέβαλε με ισχυρότερα τείχη.
Η πόλη εξακολούθησε ν’ αναφέρεται, στις εκκλησιαστικές πηγές, ως επισκοπή, υπαγόμενη υπό τον μητροπολίτη Τραϊανουπόλεως, έως και τον 9ο αι., δείχνει να έχει ιστορικό παρόν μέχρι το 812 μ.Χ., οπότε καταστράφηκε εκ νέου, από τον Βούλγαρο Τσάρο Κρούμο, σύμφωνα δε με τα νεότερα, ανασκαφικά δεδομένα, αυτή εγκαταλείφθηκε οριστικά, κατά τα μέσα του 14ου αι.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η ύπαρξη ενός σπάνιου νεκροταφείου, στην Τόπειρο, (το οποίο βλέπετε στις φωτογραφίες 19η και επόμενες. Στην 19η και την 20ή, επισημαίνω ιδιαίτερα την πλούσια βλάστηση της παραποτάμιας περιοχής του Νέστου): Στα πρανή του βραχώδους λόφου, που υψώνεται ανατολικά και βόρεια του χωριού «Παράδεισος» και βόρεια της παλαιάς, εθνικής οδού Καβάλας – Ξάνθης, υπάρχει νεκροταφείο, με λαξευτούς, κιβωτιόσχημους τάφους, άλλους μεμονωμένους και άλλους τοποθετημένους σε ομάδες, με διάφορους προσανατολισμούς. Oι πιο επιμελημένοι βρίσκονται σ’ έδαφος επίπεδο, προσεγγίζονται με λαξευτή κλίμακα και περιβάλλονται από αύλακα, για την απομάκρυνση των ομβρίων υδάτων. Kοντά στους λαξευτούς αυτούς, κιβωτιόσχημους τάφους, επισημάνθηκαν, επίσης, επιτύμβιες επιγραφές ρωμαϊκών χρόνων, χαραγμένες στους βράχους. Eπειδή, όμως, όλοι οι τάφοι βρέθηκαν συλημένοι, δεν υπάρχουν καθόλου ενδείξεις, για την χρονολόγησή τους.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Εφορεία Αρχαιοτήτων Καβάλας
2. Εφορεία Αρχαιοτήτων Ξάνθης
3. The History of the decline and fall of the roman empire, by Edward Gibbon, (τόμος 4ος)
4. Wikipedia, λήμμα Τόπειρος, όπου και οι εξής παραπομπές:
4.1. Τσούρδης, Δημήτριος (2020). «Itinerarium Antonini Augusti και Itinerarium Burdigalense:Οι οικισμοί στην αιγιακή Θράκη κατά την αυτοκρατορική εποχή (27 π.Χ-330 μ.Χ)». www.academia.edu.
4.2. Δ. Κ. Σαμσάρης, Ιστορική γεωγραφία της Ανατολικής Μακεδονίας κατά την αρχαιότητα, Θεσσαλονίκη 1976, σ. 79-91 και 164-165
5. http://www.xanthi.ilsp.gr/thraki/history/his.asp?perioxhid=R0049
6. Θρακικός Ηλεκτρονικός Θησαυρός (συγγραφείς: Μαρία-Γαβριέλλα Παρισάκη, Λουίζα Λουκοπούλου, 19-03-1997)