Σάββατο 1 Μαρτίου 2025



ΤΟΠΕΙΡΟΣ, ΜΙΑ ΣΧΕΔΟΝ ΑΓΝΩΣΤΗ, ΑΡΧΑΙΑ ΠΟΛΗ, ΔΙΠΛΑ ΣΤΟ ΣΗΜΕΡΙΝΟ ΟΙΚΙΣΜΟ «ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ», ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΝΕΣΤΟΥ, (Της ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ ΚΑΒΑΛΑΣ)

Όποιος κατευθύνεται από την Καβάλα προς την Ξάνθη, πλησιάζοντας τη γέφυρα του ποταμού Νέστου, ανάμεσα στα χωριά Παράδεισος (Indzes, υπό την οθωμανική κυριαρχία – μια ωραία εικόνα από το χωριό βλέπετε στην 1η φωτογραφία, που βρήκα στην KAVAL,A POST) και Τοξότες (Oxilar, υπό την οθωμανική κυριαρχία), σε απόσταση 33 χιλιομέτρων ανατολικά της Καβάλας και 12 χιλιομέτρων δυτικά της Ξάνθης, βλέπει, δίπλα στην παλιά, εθνική οδό Καβάλας – Ξάνθης, τα ερείπια μιας αρχαίας πόλης, που ταυτίζεται με το θρακικό πόλισμα με το όνομα «Τόπειρος».

H θέση, όπου βρίσκεται ο σύγχρονος οικισμός «Παράδεισος» του Δήμου Νέστου, ήταν, ήδη από την απώτερη αρχαιότητα, στρατηγικής σημασίας, καθώς έλεγχε την έξοδο του ποταμού Nέστου, από τα στενά που βρίσκονται βορειότερα, την πεδιάδα, που σχηματίζεται στα νότια και την διάβαση του ποταμού, (φωτογραφίες 2η και 3η). Παρόλα αυτά, όμως, στην περιοχή του χωριού Παράδεισος, ενδείξεις για κατοίκηση, πριν από τα ρωμαϊκά χρόνια, υπάρχουν ελάχιστες και περιορίζονται σε λίγα, σποραδικά, νομισματικά ευρήματα αρχαϊκών και κλασσικών χρόνων.

Tα πρώτα, αρχαία κατάλοιπα, στην υπό κρίση περιοχή, που βρίσκεται στα δυτικά του ποταμού Νέστου, επισημάνθηκαν από τον αείμνηστο αρχαιολόγο Mπακαλάκη, το έτος 1937 και χρονολογήθηκαν στους ρωμαϊκούς και τους βυζαντινούς χρόνους.

Tις σημαντικότερες, τοπογραφικές πληροφορίες για την πόλη προσφέρουν τα «δρομολόγια» («Itineraria») του 2ου και του 4ου αιώνα μ. X. και ο ιστορικός Προκόπιος. Συγκεκριμένα : Kατά το Δρομολόγιο του Aντωνίνου, η Tόπειρος απείχε από το Aκόντισμα ― τελευταίο σταθμό της Eγνατίας οδού στην Mακεδονία ― 17 ρωμαϊκά μίλια ή 18 ρ.μ., σύμφωνα με άλλο χωρίο του ίδιου Δρομολογίου και με την Tabula Peutingeriana, δηλαδή περί τα 26, 6 χλμ.). Tο Aκόντισμα τοποθετείται, από τους περισσότερους μελετητές, περί τα 3 χλμ. ανατολικά της Nέας Kαρβάλης, του Δήμου Καβάλας.

Πολύτιμες πληροφορίες, για την θέση της πόλης, παρέχει, εν συνεχεία, ο ιστορικός Προκόπιος, αναφερόμενος στην πολιορκία, κατάληψη και καταστροφή της πόλης από τους Σλάβους, το 549 - 550 μ.X., στην οποία θ’ αναφερθώ παρακάτω. Kατά τον Προκόπιο, την Tόπειρο περιέβαλλε, στο μεγαλύτερο μέρος της, η κοίτη του ποταμού Nέστου, ενώ δίπλα της υπήρχε λόφος, από το ύψος του οποίου οι Σλάβοι κατόρθωσαν να καταλάβουν την πόλη. Σε άλλο χωρίο του ίδιου ιστορικού αναφέρεται ότι η Tόπειρος ήταν η πρώτη, παραλιακή πόλη της Θράκης, σε απόσταση 12 ημερών από το Bυζάντιο. Mπροστά από τις ανατολικές πύλες της πόλης υπήρχαν '"δυσχωρίαι", πληροφορία που υποδηλώνει την ύπαρξη ξηράς από την πλευρά αυτήν. Συνδυάζοντας τις παραπάνω πληροφορίες, παλαιότεροι μελετητές αναζήτησαν την Tόπειρο στην ανατολική όχθη του Nέστου, στηριζόμενοι στην περιγραφή του Πλινίου. Τελικά, όμως, η ταύτιση της περιοχής του λόφου «Καλέδες» ή «Πετρωτά, νοτιοανατολικά του σημερινού οικισμού «Παράδεισος», με την θέση της αρχαίας Tοπείρου, προτάθηκε το 1945 από τον Λαζαρίδη, μετά την ανεύρεση μιας σημαντικής επιγραφής και η άποψη αυτή έγινε ευρύτερα αποδεκτή.

Ως προς την μόλις προηγούμενα αναφερθείσα περιγραφή του Προκοπίου, επισημάνθηκε ότι αυτή αντιβαίνει στην τοποθέτηση της Tοπείρου στην δυτική όχθη, αφού ανάμεσα στον περίβολο του λόφου «Kαλέδες» και στον ποταμό Nέστο παρεμβάλλεται χώρος με μεγάλη βλάστηση, που θα μπορούσε ν’ ανταποκριθεί στην περιγραφή του Πλινίου. Kατά την Λουίζα Λουκοπούλου, εξ άλλου, είναι πιθανόν η αρχαία κοίτη του Nέστου να μη συνέπιπτε με τη σημερινή, στο σημείο αυτό. Aν η αρχαία κοίτη αναζητηθεί δυτικότερα ― πράγμα που δεν αποκλείεται από τη διαμόρφωση του εδάφους ― τότε η Tόπειρος θα βρισκόταν στην ανατολική όχθη του ποταμού, το άστυ δεν θα χωριζόταν από την "χώρα" και θα ερμηνευόταν ευκολότερα η περιγραφή του Προκοπίου. Kατά την αρχαιολόγο, όμως, Χάιδω Kουκούλη - Xρυσανθάκη, τα γεωμορφολογικά και αρχαιολογικά δεδομένα δεν επιβεβαιώνουν την άποψη αυτή.

Γίνεται, έτσι, αντιληπτό ότι, μέχρι σήμερα, εξακολουθούν να διατυπώνονται διάφορες απόψεις, σχετικά με την θέση της πόλης, είναι όμως, πλέον, ευρύτερα αποδεκτή, ανάμεσα στους ερευνητές, η ταύτιση της πόλης με τα υστερορωμαϊκά και βυζαντινά ερείπια, που σώζονται νότια και νοτιοανατολικά από το σημερινό χωριό Παράδεισος, στον λόφο «Καλέδες» ή «Πετρωτά», δίπλα στον οποίο βρίσκεται μια πολύ σημαντική διάβαση του Νέστου ποταμού, από την οποία περνούσε η αρχαία («κάτω») οδός (και αργότερα η ρωμαϊκή Εγνατία), που συνέδεαν την Ανατολή με τη Δύση. Πιο συγκεκριμένα, ο οικισμός των ρωμαϊκών χρόνων θεωρείται, σήμερα, ότι αναπτύχθηκε στον λόφο «Kαλέδες» ή «Πετρωτά», νοτιοανατολικά από το χωριό που προανέφερα, στο σημείο όπου βρίσκονται και τα ερείπια της βυζαντινής πόλης και πράγματι, σε τομές, στα δυτικά και νοτιοδυτικά τμήματα του λόφου αυτού, ήλθαν στο φως ― κάτω από τα κτίσματα των παλαιοχριστιανικών χρόνων ― τοίχοι του 1ου-2ου αι. μ.X. Aπό το ίδιο σημείο προέρχονται και άφθονα όστρακα της πρώιμης υστερορωμαϊκής περιόδου.

Στους πρόποδες του λόφου Kαλέδες και κοντά στην γέφυρα του Nέστου, που βρίσκεται πάνω στην παλαιά, εθνική οδό Καβάλας – Ξάνθης, έχουν εντοπισθεί ερείπια σταθμού της Eγνατίας οδού. Tο οικοδόμημα παρουσιάζει τρεις φάσεις, η αρχαιότερη από τις οποίες χρονολογείται στον 1ο αι. μ.X. Εντοπίσθηκε, επίσης, η δυτική πλευρά μεγαλοπρεπούς, μαρμάρινου μνημείου των ρωμαϊκών χρόνων, αγνώστου προορισμού. Tην παρουσία μνημειακών κτηρίων ρωμαϊκής εποχής μαρτυρούν, επίσης, αρχιτεκτονικά μέλη των χρόνων αυτών, που εντοπίσθηκαν στην βυζαντινή ακρόπολη, στον ήδη αναφερθέντα λόφο "Kαλέδες"

Ελάχιστα τμήματα από την οχύρωση της πόλης διατηρούνται, (δείτε φωτογραφίες 4η έως και 14η), και αυτά καλυμμένα από την πλούσια βλάστηση της παραποτάμιας ζώνης του Νέστου, (επισημαίνω, στις προαναφερθείσες φωτογραφίες, την πυκνή βλάστηση, που καλύπτει όλα τα κτίσματα). Τα τμήματα που είναι ορατά, στην δεξιά πλευρά της παλαιάς, εθνικής οδού Καβάλας – Ξάνθης, ανήκουν στο βόρειο σκέλος του οχυρωματικού περιβόλου. Σε ικανό μήκος, αλλά σε χαμηλό ύψος, διατηρούνται και τμήματα της δυτικής και της νότιας πλευράς. Διακρίνονται διάφορες, οικοδομικές φάσεις, που, σε γενικές γραμμές, συμπίπτουν με το γνωστό από τις πηγές ιστορικό πλαίσιο της πόλης. Η παλαιότερη είναι κτισμένη με αργούς λίθους, χωρίς ζώνες πλίνθων και θεωρείται υστερορωμαϊκή. Η δεύτερη διαθέτει ζώνες πλίνθων και αποδίδεται στην ανακαίνιση του Ιουστινιανού. Μια τρίτη φάση χρονολογείται στα τέλη του 6ου– αρχές 7ου αι. μ.Χ. Η τελευταία επισκευή των τειχών ανάγεται στους υστεροβυζαντινούς χρόνους. Ανασκαφές μικρής κλίμακας αποκάλυψαν τα θεμέλια μιας εκκλησίας με τρεις κόγχες και διάφορα κοσμικά κτίσματα του 5ου-6ου αι έξω από τα βόρεια τείχη της πόλης.

Σχετικά με την ονομασία της πόλης, από τις αρχαίες και βυζαντινές πηγές παραδίδονται διάφοροι τύποι (Τόπειρα, Τοπηρίς, Τόπαρον και Τόπηρον), από τους οποίους ορθότερος θεωρείται ο τύπος Τόπειρος, που αναγράφεται σε νομίσματα της πόλης, καθώς και ο παραπλήσιος τύπος Τόπιρος ή Topiros (σε λατινικές πηγές).

Φιλολογικές κι επιγραφικές μαρτυρίες επιβεβαιώνουν την ύπαρξη και την σπουδαιότητα της Tοπείρου, κατά την περίοδο της ρωμαϊκής κυριαρχίας. Στο διάστημα 46-54 μ.X. χρονολογείται αναθηματική επιγραφή 33 στρατηγών της Θράκης, προς τιμήν του διοικητή της επαρχίας, επιτρόπου Mάρκου Oυεττίου Mαρκέλλου. (δείτε την 15η φωτογραφία, με την επιγραφή αυτή, την οποία βρήκα στην ιστοσελίδα:

https://www.searchculture.gr/aggregator/edm/pandektis_epigrafes/000080-10442_71410 ).

Στην ίδια εποχή χρονολογείται μία δεύτερη, αναθηματική επιγραφή στρατηγών της Θράκης, προς τιμή του πρεσβευτή, Tίτου Φλαβίου Σαβείνου. Πράγματι, κατά τον 1ο αι. μ.X., η περιοχή στα δυτικά του Nέστου ανήκε στην επαρχία της Θράκης.

Στις αρχές του 2ου μ.Χ. αιώνα, λόγω της στρατηγικής της θέσης, η πόλη επανιδρύθηκε, από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Τραϊανό (98-117 μ.Χ), μετατραπείσα σε πόλη ελληνικού τύπου («πόλη-κράτος»), ίσως, δε, ο Τραϊανός να προχώρησε και σ’ εποικισμό της, όπως προκύπτει, έμμεσα, από την παραχώρηση, στους κατοίκους της, μεγάλων εκτάσεων γης, που φαίνεται να ελέγχει η πόλη και κατά τον 3ο αι. μ.X. (Αυτές οι ενέργειες του Τραϊανού εντάσσονται, προφανώς, στο πρόγραμμά του, για την "αστικοποίηση" της Θράκης).

Όσον αφορά το πολιτικό καθεστώς της ρωμαϊκής πόλης, από το συνδυασμό των φιλολογικών πηγών, (Στράβων, Πλίνιος), των επιγραφών και των νομισματικών ενδείξεων, προκύπτει, με βεβαιότητα, ότι η Tόπειρος, από τον 1ο μέχρι και τον 4ο αι. μ.X. ήταν μια ρωμαϊκή civitas (πόλη). (Ο όρος αυτός εμφανίζεται και στο Iεροσολυμητικό Δρομολόγιο του 4ου αι. μ.X. )

Aπό την εποχή του Aντωνίνου του Eυσεβούς (138-161 μ.X.) και μέχρι τον Γέτα (209-212 μ.X.) η Tόπειρος προχώρησε στην κοπή νομισμάτων, (γεγονός που αποτελεί την καλύτερη απόδειξη της αυτονομίας και του πλούτου της), στα οποία αναγράφεται το όνομα της πόλεως, με τον τίτλο ULPIA και, ενίοτε, το όνομα των αρχόντων.

Όσον αφορά τους θεούς, που λάτρευαν οι κάτοικοι της πόλης, στα περισσότερα νομίσματά της απεικονίζεται ο Hρακλής. Aπό την περιοχή του Παραδείσου προέρχεται επιγραφή, που αναφέρεται σε ιερέα του Ήρωα Aυλωνείτη, του οποίου το «κεντρικό», ούτως ειπείν, ιερό ανασκάφτηκε, από το έτος 1984 και μετά, από την τότε Έφορο της Εφορείας προϊστορικών και κλασικών αρχαιοτήτων Καβάλας, κ. Χάιδω Κουκούλη – Χρυσανθάκη, δίπλα στο χωριό Κηπιά του Δήμου Παγγαίου. Άλλη επιγραφή αναφέρεται στους χθόνιους Θεούς (Δήμητρα, Περσεφόνη κλπ.), αλλά και σε κάποια ιέρεια του «Bακχίου», δηλαδή κάποιου Διονυσιακού Θιάσου (Συλλόγου) της πόλης.

Η επικράτεια («χώρα») της Τοπείρου, κατά την ρωμαϊκή εποχή εκτεινόταν και στις δυο όχθες του Νέστου ποταμού. Συνεπώς, μέσα στα όριά της θα είχε συμπεριληφθεί η στρατηγία της Σαππαϊκής, δηλαδή το φυλετικό κέντρο των Σαππαίων Θρακών. Δυτικά, τα όριά της πρέπει να έφθαναν ως τα περίφημα στενά των Σαππαίων, ανατολικά ως το βόρειο άκρο της Βιστωνίδας λίμνης, βόρεια ως τις υπώρειες της Λεκάνης και της Ροδόπης, ενώ προς το Νότο, όπως μαρτυρεί λατινική, οροθετική επιγραφή, η Τόπειρος μοιραζόταν τον κάμπο της σημερινής Χρυσούπολης με τους Θασίους (τη Θασιακή «Ήπειρο») : «Fines inter Thracas et Thasios terminus secundus».

Όσον αφορά την οικιστική οργάνωση της «χώρας» της, το κυριότερο χαρακτηριστικό είναι η ύπαρξη αρκετών, ρωμαϊκών σταθμών της Εγνατίας οδού, αφού αυτή διέσχιζε οριζόντια την επικράτειά της. Πλην εκείνου, που προανέφερα ότι βρισκόταν στους πρόποδες του λόφου «Καλέδες», του χωριού «Παράδεισος», μνημονεύονται και οι σταθμοί Purdae (κοντά στο σημερινό χωριό Πετροπηγή), Rumbodona (ίσως κοντά στο σημερινό χωριό Χρύσα Ξάνθης), Cossinto (στα σημερινά Κιμμέρια Ξάνθης) και Stabulo Diomedis (κοντά στο σημερινό χωριό Αμαξάδες Ξάνθης). Εκτός από τους ρωμαϊκούς σταθμούς, στη «χώρα» της Τοπείρου υπήρχε, επίσης, ένα πυκνό δίκτυο αγροτικών οικισμών και κάστρων, που ερείπιά τους ή ίχνη τους έχουν εντοπιστεί κοντά σε αρκετά, σημερινά χωριά, όπως είναι π.χ. : Τοξότες, Λευκόπετρα, Φίλια, Σέλερο, Σούνιο, Πελεκητή και Μακάριο.

Με τον διαχωρισμό του ρωμαϊκού κράτους σε ανατολικό και δυτικό, η περιοχή της Τοπείρου ανήκε στην Ανατολική Αυτοκρατορία, της οποίας μάλιστα, αποτελούσε το δυτικότερο όριο.

Κατά τους ύστερους, ρωμαϊκούς και παλαιοχριστιανικούς χρόνους, η Τόπειρος συγκαταλεγόταν ανάμεσα στα αστικά κέντρα της Θράκης, ενώ αποτέλεσε κι έδρα επισκοπής, από τον 4ο μ.Χ αι. και μετά.

Όπως προανέφερα, σύμφωνα με τον ιστορικό Προκόπιο, το 549 – 550 μ.Χ., η πόλη πολιορκήθηκε από Σλάβους («Σκλαβηνούς») επιδρομείς, οι οποίοι, καλυπτόμενοι από την πλούσια βλάστηση, που υπήρχε μπροστά από τα τείχη της, αιφνιδίασαν τους υπερασπιστές της και την κατέλαβαν. Κατά την προηγηθείσα πολιορκία της πόλης, η πεισματική άμυνα των υπερασπιστών της είχε εξοργίσει τους Σκλαβηνούς, οι οποίοι, μόλις την κατέλαβαν, έσφαξαν δεκαπέντε χιλιάδες άνδρες, παίρνοντας τις γυναίκες και τα παιδιά ως αιχμαλώτους (σκλάβους), για εργασία ή για λύτρα.

Η πληροφορία αυτή μοιάζει να μεγεθύνεται από τον Προκόπιο, (ο οποίος, πιθανότατα, παρακολουθούσε τις εκστρατείες του στρατηγού Βελισαρίου, στην Ανατολή ή στη Δύση, όταν έλαβαν χώρα αυτά τα γεγονότα). Πράγματι, η σφαγή δεκαπέντε χιλιάδων ανδρών, που αυτός ισχυρίζεται ότι διαπράχθηκε στην Τόπειρο, υποδηλώνει έναν πληθυσμό εντελώς ασυμβίβαστο για μια πόλη, η οποία μικρό ρόλο διαδραμάτισε στην ιστορία κι ελάχιστες φορές μνημονεύθηκε στους ρωμαϊκούς χάρτες, (τα δρομολόγια ή itineraria). (Δείτε φωτογραφίες 16η έως 18η).

Εν πάση περιπτώσει, μετά την καταστροφή της πόλης από τους Σκλαβηνούς, ο Ιουστινιανός Α΄ (517-568), μέσα σε δύο χρόνια, την ανοικοδόμησε εκ νέου και την περιέβαλε με ισχυρότερα τείχη.

Η πόλη εξακολούθησε ν’ αναφέρεται, στις εκκλησιαστικές πηγές, ως επισκοπή, υπαγόμενη υπό τον μητροπολίτη Τραϊανουπόλεως, έως και τον 9ο αι., δείχνει να έχει ιστορικό παρόν μέχρι το 812 μ.Χ., οπότε καταστράφηκε εκ νέου, από τον Βούλγαρο Τσάρο Κρούμο, σύμφωνα δε με τα νεότερα, ανασκαφικά δεδομένα, αυτή εγκαταλείφθηκε οριστικά, κατά τα μέσα του 14ου αι.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η ύπαρξη ενός σπάνιου νεκροταφείου, στην Τόπειρο, (το οποίο βλέπετε στις φωτογραφίες 19η και επόμενες. Στην 19η και την 20ή, επισημαίνω ιδιαίτερα την πλούσια βλάστηση της παραποτάμιας περιοχής του Νέστου): Στα πρανή του βραχώδους λόφου, που υψώνεται ανατολικά και βόρεια του χωριού «Παράδεισος» και βόρεια της παλαιάς, εθνικής οδού Καβάλας – Ξάνθης, υπάρχει νεκροταφείο, με λαξευτούς, κιβωτιόσχημους τάφους, άλλους μεμονωμένους και άλλους τοποθετημένους σε ομάδες, με διάφορους προσανατολισμούς. Oι πιο επιμελημένοι βρίσκονται σ’ έδαφος επίπεδο, προσεγγίζονται με λαξευτή κλίμακα και περιβάλλονται από αύλακα, για την απομάκρυνση των ομβρίων υδάτων. Kοντά στους λαξευτούς αυτούς, κιβωτιόσχημους τάφους, επισημάνθηκαν, επίσης, επιτύμβιες επιγραφές ρωμαϊκών χρόνων, χαραγμένες στους βράχους. Eπειδή, όμως, όλοι οι τάφοι βρέθηκαν συλημένοι, δεν υπάρχουν καθόλου ενδείξεις, για την χρονολόγησή τους.



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. Εφορεία Αρχαιοτήτων Καβάλας

2. Εφορεία Αρχαιοτήτων Ξάνθης

3. The History of the decline and fall of the roman empire, by Edward Gibbon, (τόμος 4ος)

4. Wikipedia, λήμμα Τόπειρος, όπου και οι εξής παραπομπές:


4.1. Τσούρδης, Δημήτριος (2020). «Itinerarium Antonini Augusti και Itinerarium Burdigalense:Οι οικισμοί στην αιγιακή Θράκη κατά την αυτοκρατορική εποχή (27 π.Χ-330 μ.Χ)». www.academia.edu.

4.2. Δ. Κ. Σαμσάρης, Ιστορική γεωγραφία της Ανατολικής Μακεδονίας κατά την αρχαιότητα, Θεσσαλονίκη 1976, σ. 79-91 και 164-165

5. http://www.xanthi.ilsp.gr/thraki/history/his.asp?perioxhid=R0049

6. Θρακικός Ηλεκτρονικός Θησαυρός (συγγραφείς: Μαρία-Γαβριέλλα Παρισάκη, Λουίζα Λουκοπούλου, 19-03-1997)














































Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2025



ΤΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ ΚΕΙΜΗΛΙΑ, ΠΟΥ ΟΙ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ, ΑΠΟ ΤΟΝ ΓΑΝΟ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΘΡΑΚΗΣ, ΕΦΕΡΑΝ ΣΤΗ ΝΕΑ ΤΟΥΣ ΠΑΤΡΙΔΑ, ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΠΟΛΗ, ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΠΆΓΓΑΙΟΥ


(Την ιδέα γι’ αυτή την ανάρτηση την οφείλω στον φίλο μου, Θόδωρο Βακαλόπουλο, που τον ευχαριστώ. Μου πρότεινε, συγκεκριμένα, ο Θόδωρος, να γράψω για τα κειμήλια που οι πρόγονοί μας έφεραν από τον Γάνο της Ανατολικής Θράκης, τον Οκτώβριο του 1922, επ’ ευκαιρία της σημερινής γιορτής του Αγίου Χαραλάμπους, του οποίου η εικόνα, από τον ομώνυμο ναό του Αγίου, που βρισκόταν στον Γάνο, στολίζει σήμερα τον Ιερό Ναό του Αγίου Ελευθερίου, στην Ελευθερούπολη, τοποθετημένη σε περίοπτη θέση, στο δεξί εικονοστάσι, μετά την είσοδο στον τελευταίο – Την εικόνα αυτή, καθώς και επάργυρο επικάλυμμά της, βλέπετε στις δύο πρώτες φωτογραφίες, που αναρτώ).


Στην Ανατολική Θράκη, την πανάρχαια γη των προγόνων μου, περίοπτη θέση καταλάμβαναν, ήδη κατά την απώτερη αρχαιότητα, οι πόλεις και οι οχυρές θέσεις των θρακικών παραλίων της Προποντίδας. Ειδικά στην περιοχή του Ιερού Όρους, υπήρχαν οι αρχαίες πόλεις Τειρίστασις (ή Περίστασις), Ηράκλεια (η μετέπειτα Ηρακλείτσα), η Γάνος (αργότερα ο Γάνος), αι Γανίαι και το Νέο τείχος, κτισμένες σε επίλεκτα σημεία της θρακικής παραλίας, είτε από γηγενείς Θράκες, είτε από Έλληνες αποίκους, (όπως λ.χ. η (ο) Γάνος, την οποία ίδρυσε ο οικιστής του Βυζαντίου, Βύζας ο Μεγαρεύς).

Από τον 6ο αιώνα μ.Χ. ο Γάνος έγινε έδρα επισκόπου, από τον 13ο αιώνα έδρα Αρχιεπισκόπου και από τον 14ο αιώνα έδρα Μητροπολίτου, η δε Μητρόπολή του ονομάζεται μέχρι σήμερα «ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΓΑΝΟΥ ΚΑΙ ΧΩΡΑΣ».

Στα τέλη του 19ου αιώνα, τα Γανόχωρα αποτελούσαν ένα σύνο­λο 21 ακραιφνώς ελληνικών κωμοπόλεων και χωριών, με συνολικό πληθυσμό 32.000 περίπου ψυχών, από τα οποία, τα πέντε κυριότερα, Γάνος, Χώρα, Μυριόφυτο, Περίσταση και Στέρνα, ήταν πραγματικές κωμοπόλεις, με πληθυ­σμό ο οποίος, πριν από τους διωγμούς του 1914, έφθανε, κατά τα τότε στοι­χεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, τις 4.000, 4.500, 5.000, 5.000 και 3.000, αντίστοιχα. Αποτελούσαν δύο εκκλησιαστικές επαρχίες, τη Μητρόπολη Γάνου και Χώρας, που περιλάμβανε τις κοινότητες, Γάνου, Χώρας, Αυδημίου, Νεο­χωρίου, Μηλιού, Κερασιάς, Ιντζέκιοΐ, Κασταμπόλεως, Σεντουκίου και Παλαμουτίου και την Μητρόπολη Μυριοφύτου και Περιστάσεως, που ιδρύθηκε το έτος 1909 και περιλάμβανε τις Κοι­νότητες Μυριοφύτου, Περιστάσεως, Ηρακλείτσας, Πλατάνου, Στέρνας, Λούπιδας, Καλαμιτσίου, Καλοδένδρου, Λιμνίσκης και Νεοχωρίου, με τελευταίους Μητροπολίτες, τον σεβασμιώτατο Τιμόθεο Λαμνή (Λέσβιο την καταγωγή) η πρώτη και τον Σωφρόνιο Σταμούλη (Σηλυβριανό την καταγωγή) η δεύ­τερη.

Στους πρώτους αιώνες ύπαρξής της, η Μητρόπολη είχε τον τίτλο «Μητρόπολη Γάνου», αλλά, πριν το έτος 1578, αυτή έλαβε τό τίτλο «Γάνου καί Χώρας» ή «Γανοχώρων», από δε το έτος 1837 και εξής, ο μητροπολίτης Γάνου καί Χώρας φέρει και τον τίτλο «υπέρτιμος και έξαρχος παραλίας».

Η έδρα της Ιεράς Μητρόπολης ήταν ο Γάνος μέχρι το 1912 και η Χώρα, από το 1912 και μετά κι αυτό γιατί, στο σεισμό της 26ης προς 27η Ιουλίου 1912, στο Γάνο άναψε μεγάλη πυρκαγιά, στην οποία κάηκε ο μητροπολιτικός οίκος, ο οποίος δεν ανοικοδομήθηκε και, εφόσον δεν υπήρχε άλλο κατάλληλο οίκημα, ο μητροπολίτης εγκαταστάθηκε στην Χώρα έως το 1922, αν και στις μεγάλες γιορτές λει­τουργούσε πάντα στον Γάνο.

Ο Γάνος, από το 1892 έως το 1907 είχε 600 χριστιανικές οικογένειες, πράγμα που αποδεικνύουν: α) Το εκδοθέν στην Αθήνα το 1892 έργο του Ευστρατίου Δράκου με τίτλο «Τα Θρακικά, ήτοι διάλεξις περί των εκκλησιαστικών επαρχιών Σηλυβρίας, Γάνου και Χώρας, Μετρών και Αθύρων, Μυριοφύτου και Περιστάσεως, Καλλιπόλεως και Μαδύτου», β) το σύγγραμμα του Ευστρατίου Ι. Δράκου, που εκδόθηκε το 1892, με τίτλο «τα Θρακικά : ήτοι, Διάλεξις περί εκκλησιαστικών επαρχιών Σηλυβρίας, Γάνου και χώρας, Μέτρων και Αθύρων, Μυριοφύτου και Περιστάσεως, Καλλιπόλεως και Μαδύτου» και γ) την επίσημη εφημερίδα του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, (φύλλο της 27ης-07-1907).

Ο Γάνος χωριζόταν στην άνω πόλη (στην οποία περιλαμβανόταν και ο λόφος της ακρόπολης) και στην κάτω πόλη. (Στις 3η και 4η από τις φωτογραφίες που αναρτώ, βλέπετε τα δύο αυτά τμήματα της κωμόπολης, όπως ήταν πριν το σεισμό της 26ης-27η Ιουλίου του 1912 – η πρώτη απ’ αυτές τραβήχτηκε από το πλοίο EYNEBOLU, της ναυτιλιακής εταιρίας MAX SOUSSEL – ενώ στην 5η και την 6η φωτογραφία, - την 6η βρήκα στο διαδίκτυο - βλέπετε τον Γάνο – σήμερα, Gazikoy – όπως είναι σήμερα, με την ακρόπολή του, το πιο επιφανές τμήμα της άνω πόλης εντελώς γυμνό, χωρίς κανένα κτίσμα).

Έχω κάνει στο παρελθόν πλήθος αναρτήσεων, για την ιστορία του Γάνου. Σήμερα, θα περιοριστώ να περιγράψω, εν ολίγοις, τους ναούς που υπήρχαν μέσα στον αστικό ιστό του, διότι από αυτούς προήλθαν όλα τα εκκλησιαστικά κειμήλια, στα οποία αναφέρομαι πιο κάτω.

Στην ακρόπολη του Γάνου βρίσκονταν ο παλαιότερος, μητροπολιτικός ναός των Ταξιαρχών, οι ναοί του Αγίου Νικολάου, του Αγίου Χαραλάμπους και ο μητροπολιτικός οίκος, ενώ στην παραλιακή ή κάτω πόλη βρισκόταν ο ναός της Παναγίας της Οδηγήτριας (ή Λαοδηγήτριας) και το παρεκκλήσι του Αγίου Δημητρίου. Ειδικότερα:

1. Ο ναός των Παμμεγίστων Ταξιαρχών. Ήταν ο αρχαιότερος ναός της κωμόπολης, γι’ αυτό ήταν και ο μητροπολιτικός ναός κα­ι βρισκόταν στο κέντρο της ακρόπολης του Γάνου. Έγκριση για την επισκευή του δόθηκε, με σουλτανικό φιρμάνι, στις 21 Σεπτεμβρίου 1865. Του ναού αυτού σώζεται ολοκάθαρα όλο το περίγραμμα, όλοι οι πλευρικοί τοίχοι, σε ικανό ύψος, καθώς και ελάχιστα ίχνη αγιογραφιών. Τα ερείπια του ναού βλέπετε στις φωτογραφίες 7η έως και 13η, (στην τελευταία βλέπετε, στο κάτω μέρος, απομεινάρια αγιογραφιών), ενώ στις φωτογραφίες 14η έως 17η, βλέπετε μερικά από τα εντοιχισμένα μέχρι σήμερα, στους τοίχους των γύρω από τη νότια πλευρά της ακρόπολης σπιτιών, μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη του ναού, διακοσμημένα με σταυρούς κλπ.

2. Ο ναός του Αγίου Χαραλάμπους, στο νοτιότερο σημείο της άνω πόλης, στην περιοχή που ονομαζόταν Ελεούσα, ακριβώς στο νότιο άκρο της ακρόπολης. Από το ναό αυτόν, ελάχιστα ίχνη βλέπετε στην 18η φωτογραφία, η οποία προέρχεται από το σύγγραμμα, με τίτλο «Μητρόπολη Γάνου και Χώρας, της Ανατολικής Θράκης», (στην 19η φωτογραφία, το εσώφυλλο αυτού), της αγαπητής φίλης και συμπατριώτισσας, Σμαρώς Κζούνια.

3. Ό ναός του Αγίου Νικολάου βρισκόταν λίγο πιο χαμηλά από το νοτιοδυτικό άκρο της ακρόπολης και «έβλεπε» προς το μεγάλο ρέμα και τον λόφο του Ιερού Όρους, που λεγόταν «Βαρδαλάκος». Κατασκευάστηκε από δωρεά του Νικολάου Καρανικόλα, ο οποίος είχε επίσης δωρίσει στην Κοινότητα Γάνου και το οικόπεδο του νεκροταφείου. Σύμφωνα με καταγραφή, από τον Μανουήλ Γεδεών, των παλαιών βιβλίων και χειρογράφων της Μητρόπο­λης Γάνου και Χώρας, που έγινε το 1897, στο ναό αυτόν υπήρχε Ευαγγέλιο, που είχε εκδοθεί το έτος 1671, από το Νικόλαο Γλυκή, στην Βενετία. Τα θεμέλια του ναού αυτού βλέπετε στις φωτογραφίες 20ή έως και 22η, ανάμεσα στα οποία διακρίνεται μεγάλη ποσότητα κεραμικής.

4. Στη βόρεια πλευρά της Ακρόπολης, που «βλέπει» προς τη θάλασσα της Προποντίδας, βρισκόταν το παρεκκλήσιο του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου. Στο άκρο αριστερό μέρος της 3ης και της 4ης από τις φωτογραφίες μου, που τραβήχτηκαν πριν το σεισμό του 1912, βλέπετε καθαρά αυτό το παρεκκλήσιο, το οποίο, στο σεισμό που προανέφερα, σύμφωνα με προφορική μαρτυρία του παππού μου, Θόδωρου Λυμπεράκη, που ήταν παρών στο σεισμό, γκρεμίστηκε και τα ερείπιά του έφθασαν μέχρι την θάλασσα. (Στις φωτογραφίες 23η έως και 26η φαίνονται τα ερείπια των θεμελίων του παρεκκλησίου, όπως είναι σήμερα).

5. Πάνω στον παραλιακό δρόμο που οδηγεί από το Γάνο προς το Αυδήμι, βρίσκεται μια ταβέρνα με τ’ όνομα «BAYRAMIN YERI - AYAZMA RESTAURANT HOTEL». Μέσα στην ταβέρνα βρίσκονται τα αρχιτεκτονικά μέλη της Εκκλησίας της Παναγίας της Λαοδηγήτριας ή Οδηγήτριας, που γιόρταζε την τρίτη ημέρα του Πάσχα και γινόταν εκεί τριήμερο πανηγύρι, σύμφωνα με αφηγήσεις του παππού μου, Θόδωρου Λυμπεράκη. Τα αρχιτεκτονικά αυτά μέλη βλέπετε στις φωτογραφίες 27η έως και 30ή, ενώ στην 31η φωτογραφία βλέπετε το κάλυμμα της υπόγειας καταπακτής, που υπάρχει στην αυλή της ταβέρνας και οδηγεί στο αγίασμα του ναού, το οποίο έδωσε το όνομα και στην ταβέρνα.

6. Τέλος, στις φωτογραφίες 32η και 33η βλέπετε το οικόπεδο, στο ανατολικό μέρος της κάτω πόλης, όπου υπάρχουν ίχνη από το παρεκκλήσι του Αγίου Δημητρίου, το οποίο μετατράπηκε σε παρθεναγωγείο, μετά το έτος 1902.

Στις 27 Ιουλίου του 1912, με το Ιουλιανό ημερολόγιο, (9 Αυγούστου με το ισχύον, Γρηγοριανό), ολόκληρη η Προποντίδα σείστηκε από έναν τρομερό σεισμό, τον οποίο προκάλεσε το μεγάλο ρήγμα της Ανατολίας. Ο σεισμός εκείνος είχε ολέθριες συνέπειες, σε ολόκληρη την Προποντίδα, κύρια όμως στα παραθαλάσσια Γανόχωρα: Γάνο, Χώρα, Μυριόφυτο, (όπου βρισκόταν και το επίκεντρό του) και Στέρνα. Στον Γάνο, από το σεισμό και την πυρκαγιά, που ξέσπασε εξ αιτίας του, 581 οικίες καταστράφηκαν, σκοτώθηκαν 127 άνθρωποι και τραυματίστηκαν άλλοι 202. Όπως ήταν φυσικό, από το σεισμό και την πυρκαγιά, όλοι οι ναοί του Γάνου καταστράφηκαν. Έτσι, σας ανέφερα ήδη για τις συνέπειες που είχε ο σεισμός στο παρεκκλήσι του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου\, αναρτώ, όμως και τις φωτογραφίες 34η και 35η, στην πρώτη εκ των οποίων βλέπετε τις συνέπειες του σεισμού, σε βάρος του Ιερού Ναού Αγίου Χαραλάμπους, ενώ στην δεύτερη το κωδωνοστάσιο του παραλιακού, Ιερού Ναού της Παναγίας Λαοδηγήτριας, το μόνο που είχε παραμείνει ανέπαφο από το σεισμό.

Οι Γανίτες, αμέσως μετά το σεισμό, εργατικοί όπως ήταν, ξεκίνησαν αμέσως την ανοικοδόμηση της κατεστραμμένης πόλης τους, ακολούθησε, όμως, ένας «σεισμός» πολύ χειρότερος από τον προαναφερθέντα, που ήταν η υπογραφή, στις αρχές του έτους 1923, της συνθήκης της Λωζάνης, η οποία επικύρωσε την οριστική εγκατάλειψη της πατρίδας τους και τον ερχομό τους, ως προσφύγων, στην Ελλάδα, που είχε ήδη γίνει, τον Οκτώβριο του 1922.

Στον οριστικό εκπατρισμό τους, οι Γανίτες ακολούθησαν τον θαλάσσιο δρόμο μετακίνησης προς την Ελλάδα, μεταφερθέντες με πλοία, που διέθετε το Ελληνικό Κράτος και μερικοί με ναυλωμένα από τους ίδιους, από τα λιμάνια του Γάνου, της Χώρας και του Μυριοφύτου, στην Θεσσαλονίκη, Καβάλα και Εύβοια. Η τραγική εκείνη στιγμή αποτυπώθηκε στις φωτογραφίες 36η και 37η, ενώ στέκομαι ιδιαίτερα στην 38η φωτογραφία, για να πω τα εξής: Για την φωτογραφία αυτή έχουν διατυπωθεί δύο γνώμες: Η μια λέει ότι τραβήχτηκε αμέσως μετά το σεισμό και την πυρκαγιά του 1912 κι αυτός είναι ο λόγος που φαίνονται, σε πρώτο πλάνο, καμένες εικόνες των ναών του Γάμου. Η δεύτερη γνώμη λέει ότι η φωτογραφία απεικονίζει τους κατοίκους του Γάνου να μεταφέρονται, από την παραλία της πόλης τους, με βάρκες, στα ελληνικά πλοία, που τους περίμεναν στ’ ανοιχτά. Εγώ κλείνω υπέρ της πρώτης γνώμης, διότι από τον παππού μου, Θόδωρο Λυμπεράκη, άκουγα ότι ο ίδιος, με την γιαγιά μου και τον δίχρονο πατέρα μου, καθώς και με πολλούς άλλους συγχωριανούς του, μετέβησαν, με τα λιγοστά υπάρχοντά τους και με όλα τα κειμήλια των ναών του Γάνου, στα οποία αναφέρομαι αμέσως παρακάτω, στο γειτονικό Μυριόφυτο, όπου, αφού παρακολούθησαν, με δάκρυα στα μάτια, την τελευταία, υπαίθρια θεία λειτουργία, που τέλεσε, έξω από τον μητροπολιτικό ναό του Μυριοφύτου, τον αφιερωμένο στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, ο τελευταίος μητροπολίτης Μυριοφύτου και Περιστάσεως, Σωφρόνιος Σταμούλης, (μετέπειτα, από το έτος 1927 έως το 1958, Μητροπολίτης Ελευθερουπόλεως), επιβιβάστηκαν στο μεγάλο πλοίο «ΝΕΑ ΕΛΛΑΣ» και, μετά από μεγάλη ταλαιπωρία αρκετών ημερών, αποβιβάστηκαν στο λιμάνι της Καβάλας.

Όταν ο παππούς μου, Θόδωρος Λυμπεράκης και οι συμπατριώτες του, Κ. Καϊδόγλου, Θ. Μακαρίτης, Κοσμάς Ιωακείμ και Ευστράτιος Σαμαράς αποβιβάστηκαν στο λιμάνι της Καβάλας, αντί να φέρουν μαζί τους κάποια πολύτιμα, κινητά υπάρχοντά τους, προτίμησαν να μεταφέρουν, μετέφεραν, αποβίβασαν κι έφεραν στην Ελευθερούπολη, όπου όλοι τους εγκαταστάθηκαν, όλα τα ιερά κειμήλια των Ναών της αλησμόνητης πατρίδας τους, του Γάνου, μερικά από τα οποία βλέπετε στις φωτογραφίες 39η έως και 49η, που προέρχονται από το ηλεκτρονικό αρχείο με τίτλο «ΚΙΒΩΤΟΣ ΚΕΙΜΗΛΙΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ», το οποίο δημιούργησε, προ αρκετών ετών, ο δραστήριος, θρακιώτικος, πολιτιστικός σύλλογος της Ξάνθης «ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ, ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΘΡΑΚΗΣ» («ΠΑΚΕΘΡΑ»).

Τα κειμήλια αυτά, οι προαναφερθέντες Γανίτες τα παρέδωσαν ΟΛΑ στην νεοσυσταθείσα, εκκλησιαστική επιτροπή του Ιερού Ναού Αγίου Ελευθερίου Ελευθερούπολης, (δείτε συνοπτική περιγραφή τους, στο έγγραφο της 50ής φωτογραφίας, την οποία έλαβα από το βιβλίο της Σμαρώς Κζούνια «Μητρόπολη Γάνοπυ και Χώρας της Ανατολικής Θράκης»), ενόψει των εγκαινίων του Ναού, που έγιναν την πρώτη Κυριακή του Οκτωβρίου του έτους 1927, (δείτε εκείνο τον πρώτο Ναό, στις φωτογραφίες 51η και 52η, που προέρχονται από το αρχείο της οικογένειας του ιερέως Νικολάου Οικονόμου ή Βλάχου, έχουν δε ψηφιοποιηθεί και διατηρούνται από τον Πολιτιστικό Σύλλογο Ελευθερούπολης) και έκτοτε κοσμούσαν τον ως άνω Ναό, μέχρις ότου, στις αρχές της δεκαετίας του 1960, ο τότε Μητροπολίτης Ελευθερουπόλεως, Αμβρόσιος, με πρωτοστάτη τον εφημέριο του παλαιού, Ιερού Ναού Αγίου Ελευθερίου, π. Θωμά Σπαθάρη, αποφάσισε την ανέγερση, στην θέση του παλαιού Ναού, ενός νέου, μεγαλύτερου και περικαλλούς ναού, του σημερινού Ιερού Ναού Αγίου Ελευθερίου, του οποίου τα εγκαίνια έγιναν την 22-08-1965, από τον τότε Μητροπολίτη Ελευθερουπόλεως, Αμβρόσιο, στον οποίο, έκτοτε, μεταφέρθηκαν και φυλάσσονται μέχρι σήμερα τα προαναφερθέντα κειμήλια.

Παραθέτω, επίσης, στο σημείο αυτό, το άρθρο ενός δημοσιογράφου, που υπέγραψε με το ψευδώνυμο «Έλλεσχος» και το οποίο δημοσιεύθηκε στο φύλλο της 8ης Ιουλίου του 1927, η εφημερίδα «ΚΗΡΥΞ» της Καβάλας, (το φύλλο αυτό, που μου απέστειλε ο αγαπητός φίλος, δημοσιογράφος και ιστορικός ερευνητής Κώστας Παπακοσμάς, τον οποίο κι ευχαριστώ θερμά, φαίνεται στις φωτογραφίες 53η έως 55η):

«ΕΠΑΡΧΙΑΚΗ ΗΧΩ

ΕΓΚΑΙΝΙΑ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΑΓ. ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ

ΕΝ ΠΡΑΒΙΩ

Μετά πάσης επισημότητος εγένετο την παρελθούσαν Κυριακήν ενταύθα η τελετή των εγκαινίων του νεοτεύκτου ναού του αγίου Ελευθερίου.

Εις την τοποθεσίαν ένθα ανηγέρθη νυν ο ναός υπήρχε μικρόν παρεκκλήσιον ιδρυθέν κατά το έτος 1912 επί τη απελευθερώσει της Μακεδονίας εκ του τουρκικού ζυγού και εκ του λόγου τούτου ωνομάσθη με το όνομα του Αγίου Ελευθερίου. Η ανοικοδόμησις αυτού επεβάλετο πλέον διότι ο μοναδικός Ναός ενταύθα του Αγίου Νικολάου δεν ήτο αρκετός να συμπεριλάβη τους πιστούς κατόπιν της αυξήσεως του πληθυσμού δια της προσελεύσεως των προσφύγων.

Είναι άξιοι συγχαρητηρίων οι πρώην επίτροποι του ναού οι σχόντες την πρωτοβουλίαν της ανεγέρσεως κ.κ. Παπαευαγγέλου και Ιωσήφ Στεφάνου χάρις εις τας προσπαθείας των οποίων εστεγάσθη ο ναός.

Μετά την στέγασιν όμως απητείτο η εσωτερική κατασκευή αυτού, την οποίαν πάνυ ευγενώς και προθύμως επετέλεσαν οι νέοι επίτροποι αυτού Θ. Υποδηματάς, Δ. Σύρμος, Περ. Λεκίδης, Β. Κυπαρίσης και Ν. Βέργος, οίτινες εξεύρον και τα απαιτούμενα χρήματα και ούτω ο ναός έφθασε σήμερον εις ο σημείον ευρίσκεται.

Εις την διακόσμησιν του ναού ουκ ολίγον συνετέλεσαν και οι εκ Γάνου καταγόμενοι και ενταύθα εγκατασταθέντες πρόσφυγες, δωρήσαντες εικόνας, μανουάλια, πολυελαίους, και πλείστα άλλα έπιπλα και σκεύη σημαντικής αξίας άτινα είχον μεταφέρει εκ της πατρίδος των.

Απονέμομεν θερμά συγχαρητήρια προς τους πρωτοστατήσαντας δια την δωρεάν Γανοχωρίτας κ.κ. Κ. Καϊδόγλου, Θ. Μακαρίτην, Θ. Λυμπεράκην, Κοσμάν Ιωακείμ και Ευστ. Σαμαράν εις ους οφείλεται η τόσον ταχεία τέλεσις των εγκαινίων, διότι άνευ της σπουδαιοτάτης δωρεάς τούτων, θα ήτο αδύνατος η δια χρημάτων προμήθεια των αναγκαιούντων.

Αλλά ψυχή της εκτελέσεως του λαμπρού τούτου έργου και η κινητήριος δύναμις υπήρξεν ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης, (σημείωση δική μου: Πρόκειται για τον Αιμιλιανό Δάγγουλα ή Δραγκούλη, που ποίμανε την Ιερά Μητρόπολη Ελευθερουπόλεως από την 13-03-1924 έως την 19-11-1927, οπότε απεβίωσε) όστις δεν εφείσθη κόπου ουδέ χρημάτων δια την αποπεράτωσιν του οίκου τούτου του Θεού. Αφ’ εσπέρας εψάλη μέγας εσπερινός και αγρυπνία. Την επαύριον οι ιερείς και ο Μητροπολίτης ετέλεσαν την θείαν λειτουργίαν εις τον εγκαινιαζόμενον ναόν εν μέσω απείρου πλήθους.

Δυστυχώς δεν προσήλθεν κόσμος έξωθεν ως ανεμένετο και ως εκ τούτου αι εισπράξεις δεν αντεπεκρίθησαν προς τας προσδοκίας της επιτροπής.

Χάρις εις την δραστηριότητα των επιτρόπων εγένετο και η καινοτομία της διενεργείας εράνου δια σημαιών. Λίαν πρωί τρεις επιτροπαί αποτελούμεναι εκ των κυριών Ευλαλίας Λεκίδου, Ανθής Μολοχάδη και Βασ. Κωσταγιόλα και των δεσποινίδων Ελένης Γοργία, Κορν. Καντούρα, Ιωάννας και ΛόλαςΡουσιαμάνη, Σταυρούλας Βλάχου και Περιστέρας Ξαφίνα περιήρχοντο τας οδούς και συνέλεγον εράνους υπέρ του Αγίου Ελευθερίου.

Εις τα εγκαίνια εχοροαστάτησεν ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ελευθερουπόλεω και, παρέστησαν πάσαι αι αρχαί της πόλεως. Κατά την έξοδον διενέμοντο υπό της επιτροπής εικόνες του Αγίου Ελευθερίου.

Ελπίζομεν ότι θέλει συνεχισθή η αυτή δραστηριότης παρά των επιτρόπων του ναού και αποπερατωθή ούτος εντός βραχέος χρονικού διαστήματος.

Έλλεσχος»

Τώρα, όμως, ήρθε η ώρα ν’ αναφερθώ, ιδιαίτερα, σ’ ένα υπέροχο κειμήλιο, το οποίο, από το 1965 μέχρι σήμερα, κοσμεί το δεξιό προσκυνητάρι, αμέσως μετά την είσοδο στο σημερινό Ιερό Ναό Αγίου Ελευθερίου, στην Ελευθερούπολη. Πρόκειται για την θαυμάσια εικόνα του Αγίου Χαραλάμπους, που αποτελούσε την εφέστιο εικόνα του ομώνυμου, Ιερού Ναού, στον Γάνο της Ανατολικής Θράκης και την οποία βλέπετε, συντηρημένη πρόσφατα, χωριστά από το επάργυρο κάλυμμά της, στις δύο πρώτες φωτογραφίες της ανάρτησης αυτής, τις οποίες επέτρεψε, ευγενώς, σε μένα και τον Θόδωρο Βακαλόπουλο, ο σημερινός εφημέριος του Ναού, π. Παναγιώτης Χαλάτας, να λάβουμε και τον οποίο ευχαριστούμε! Στη μνήμη, λοιπόν, κι εγώ, του Αγίου Χαραλάμπους, την οποία γιορτάζουμε και τιμούμε σήμερα, αφιερώνω την παρούσα ανάρτηση.

Χάριν της ιστορίας, επίσης, οφείλω να σημειώσω και τα εξής: Έξω από την κωμόπολη της Ηρακλείτσας της Ανατολικής Θράκης, (που απέχει μόλις 10 χιλιόμετρα από τον Γάνο), βρισκόταν η δίδυμη μονή των αγίων Χαραλάμπους και Γεωργίου, (στην ίδια οικοδομή στεγάζονταν οι δυο ανωτέρω ναοί, χωρισμένοι με τοίχο), στους οποίους φυλασσόταν, πριν το 1912, τεμάχιο της κάρας του Αγίου Χαραλάμπους, το οποίο βρίσκεται ήδη στη Νέα Ηρακλείτσα. Στην πιο πάνω Μονή, εκτός από το δίδυμο ναό υπήρχαν γύρω κι άλλες οικοδομές, όπως κελιά, αποθήκες, μαγειρεία κλπ., καθώς και πιθάρια μεγάλων διαστάσεων, που όλα καταστράφηκαν κατά τον μεγάλο σεισμό που κατέστρεψε τα Γανόχωρα την 3η πρωϊνή ώρα της 27ης Ιουλίου του έτους 1912.

Θα κλείσω το κείμενο αυτό, μ’ ένα απίστευτο περιστατικό, που μου συνέβη το έτος 1996 κι αφορά δύο από τα κειμήλια, που ο παππούς μου, μαζί με συγχωριανούς του, έφεραν στην Ελευθερούπολη, από τον Γάνο της Αν. Θράκης:

Όπως φαίνεται στην από 12-02-1930 βεβαίωση, που υπέγραψαν ο εφημέριος του Ναού της κοινότητας Μέλισσας Παγγαίου, π. Σταύρος Κυριακίδης ως πρόεδρος της εκκλησιαστικής Επιτροπής του ναού και το μέλος της τελευταίας, Ευθύμιος Πετρίκογλου (;), οι ανωτέρω παρέλαβαν, από τον τότε Μητροπολίτη Ελευθερουπόλεως Σωφρόνιο Σταμούλη, από τις εικόνες που είχαν μεταφερθεί από τον Ιερό Ναό Αγίου Χαραλάμπους, του Γάνου της Ανατολ. Θράκης, μεταξύ άλλων, «δύο εικονοθύρας, παριστανούσας, η μεν τον Αρχάγγελον, η δε τον Αμνόν του Θεού». (Την βεβαίωση αυτή βλέπετε στην 56η φωτογραφία που αναρτώ, την οποία έλαβα από το βιβλίο της Σμαρώς Κζούνια «Μητρόπολη Γάνοπυ και Χώρας της Ανατολικής Θράκης»).

Τα δύο εκείνα, μεγάλα και ιστορικά βημόθυρα (εικονοθύραι») τοποθετήθηκαν στο άλλοτε μουσουλμανικό τέμενος του χωριού Ντεβέκρανι (Μέλισσα), το οποίο, οι Έλληνες πρόσφυγες, οι οποίοι, στα πλαίσια της ανταλλαγής των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, εγκαταστάθηκαν στο μουσουλμανικό εκείνο χωριό, μετέτρεψαν σε πρόχειρο, χριστιανικό Ναό.

Έκτοτε, κανείς δεν γνώριζε την τύχη των δύο βημόθυρων του Ιερού Ναού Αγίου Χαραλάμπους του Γάνου, μέχρις ότου, τύχη αγαθή ή θέλημα Θεού, την άνοιξη του 1996 οδήγησε τα βήματά μου στα ερείπια του μουσουλμανικού χωριού Ντεβέκρανι (Deve-kiran), που βρισκόταν καναδυό χιλιόμετρα ανατολικά του σημερινού, προσφυγικού χωριού Μέλισσα, του Δήμου Παγγαίου, πάνω στην οδό που διέσχιζε την Πιερία κοιλάδα, όντας τμήμα της σπουδαίας, στρατιωτικής οδού των Οθωμανών, που είχε το όνομα sol yol.

Προχωρώντας λίγο δυτικότερα από το μουσουλμανικό χωριό, βρέθηκα στο ερειπωμένο, μουσουλμανικό τέμενος (τζαμί) του χωριού, το οποίο, με την προσθήκη ενός πρόχειρα κατασκευασμένου ιερού, είχε μετατραπεί στον χριστιανικό ναό του Αγίου Δημητρίου, από τις 62 οικογένειες Ελλήνων προσφύγων, (συνολικά, 240 άτομα), οι οποίοι, στα πλαίσια της ανταλλαγής των πληθυσμών, μεταξύ της Ελλάδος και της Τουρκίας, (Mübadele), που αποφασίστηκε με την ομώνυμη σύμβαση, που υπογράφηκε στην Λωζάνη της Ελβετίας στις 30 Ιανουαρίου του 1923, ήλθαν εδώ, στο Ντεβέκρανι κι εγκαταστάθηκαν στα σπίτια και τα κτήματα των Μουσουλμάνων κατοίκων του χωριού, οι οποίοι αναχώρησαν για την Τουρκία.

Τα δύο βημόθυρα, άριστης τέχνης, προερχόμενα, όπως αργότερα μας πληροφόρησαν οι συντηρητές τους, από Κωνσταντινουπολίτικο εργαστήρι, κοσμούσαν τον προσφυγικό ναό – πρώην τέμενος – μέχρις ότου, πριν αρκετές δεκαετίες, οι κάτοικοι ίδρυσαν τη σύγχρονη Μέλισσα, δυτικότερα από το μουσουλμανικό χωριό κι εγκατέλειψαν, έρμαιο στα στοιχεία της φύσης, το μουσουλμανικό τέμενος, που το 1922 οι ίδιοι είχαν μετατρέψει σε χριστιανικό ναό, αφού ανήγειραν νέο, περικαλλή ναό, τιμώμενο στην μνήμη του μεγαλομάρτυρος Αγίου Δημητρίου, στο κέντρο του νέου χωριού τους.

Έφθασα, λοιπόν, στο ερειπωμένο κτίσμα, στο οποίο είχαν προσευχηθεί, επί πολλά χρόνια, οι πιστοί των δύο θρησκειών, του Χριστιανισμού και του Ισλάμ και είδα, ριγμένα στο έδαφος, λασπωμένα και καταπονημένα, δύο μεγάλα κομμάτια ξύλου. Από περιέργεια, τα γύρισα από την πλευρά, με την οποία ακουμπούσαν στο χώμα και είδα, έκθαμβος, ότι επρόκειτο για δύο θαυμάσιες εικόνες – βημόθυρα ναού, που, όπως εκ των υστέρων με πληροφόρησε ο τότε Μητροπολίτης Ελευθερουπόλεως, μακαριστός κ. Ευδόκιμος, ήταν αυτά, για τα οποία έκανα λόγο πιο μπροστά, παρόλο δε που είχαν παραμείνει στην ύπαιθρο, για πολλά χρόνια, για κάποιον ανεξήγητο, αλλά, οπωσδήποτε θαυμαστό λόγο, δεν είχαν ολοσχερώς καταστραφεί!

Μου ήταν αδύνατο ν’ αδιαφορήσω! Τα μέγεθος των εικόνων, η ιδιότητά τους, ως καθαγιασμένων αντικειμένων της χριστιανικής λατρείας, η προέλευσή τους από τον Ιερό Ναό του Αγίου Χαραλάμπους του Γάνου, (στην ενορία του οποίου βρισκόταν το σπίτι, όπου γεννήθηκε ο πατέρας μου) και η ποιότητα της αγιογράφησής τους δεν ήταν δυνατόν να μ’ αφήσουν αδιάφορο! Απευθύνθηκα αμέσως στον φίλο, τότε αστυνομικό, Χρήστο Γιαρισκάνη, ο οποίος έφερε αμέσως ένα αγροτικό όχημα, με το οποίο μεταφέραμε, με προσοχή, τις δυο εικόνες στο Μητροπολιτικό μέγαρο, στην Ελευθερούπολη.

Ο μακαριστός Μητροπολίτης Ελευθερουπόλεως κ. Ευδόκιμος, σε συνεννόηση με την Αρχαιολογική Υπηρεσία, παρέδωσε τις εικόνες για συντήρηση, η οποία προσέδωσε σ’ αυτές την παλιά αίγλη και λάμψη τους και εκείνη μεν του Παντοκράτορος Χριστού την τοποθέτησε μέσα στο μητροπολιτικό μέγαρο, σε περίοπτη θέση, την δε εικόνα του αρχαγγέλου Μιχαήλ την παρέδωσε και τοποθετήθηκε στον Ιερό ναό Αγίου Δημητρίου Μέλισσας.

Από όλη αυτή την γοητευτική ανακάλυψη, μου έμεινε μόνο μια απορία: Ποιοι ήταν εκείνοι, που «πέταξαν», στην κυριολεξία, δύο τέτοια έργα τέχνης, έξω από το ναό, στον οποίο αυτά, για πολλά χρόνια, καθημερινά καθαγιάζονταν; Προφανώς, δεν θα λάβω ποτέ απάντηση!

Στις φωτογραφίες που αναρτώ στη συνέχεια, βλέπετε τις δύο εικόνες, στην κατάσταση που ήταν όταν τις βρήκα, καθώς και το τέμενος, στο οποίο ήταν πεταμένες. Ειδικότερα: Στις φωτογραφίες 57η έως 61η, βλέπετε την εικόνα του Παντοκράτορα Χριστού, στις φωτογραφίες 62η έως 67η, την εικόνα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ και στις υπόλοιπες (68η έως 73η), το μουσουλμανικό τέμενος, το οποίο, μετά το 1922, είχε μετατραπεί στον Ιερό Ναό Αγίου Δημητρίου και το οποίο, από το έτος 1930 και για αρκετές δεκαετίες, τις φιλοξένησε.

Ελευθερούπολη, 10 Φεβρουαρίου 2025

ΘΟΔΩΡΟΣ ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ ΛΥΜΠΕΡΑΚΗΣ